- δεκώρυγος
- δεκώρυγος, -ον (Α)όποιος έχει δέκα οργιές μήκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ωρυγος, παράλληλος τ. τού -οργυιος < όργυια* «η οργυιά», με μη αιτιολογούμενη μετάθεση (πρβλ. πεντ-ώρυγος), ενώ το -ω- οφείλεται στον νόμο τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. αν-ώνυμος)].
Dictionary of Greek. 2013.